καρτερόγουνος

καρτερόγουνος
καρτερόγουνος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρά γόνατα, που είναι δυνατός στο τρέξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -γουνος (< γόνυ «γόνατο»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”